υμνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υμνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑμνῶ, συνηρημένος τύπος του ὑμνέω < ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂em (τραγουδώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈmno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐μνώ
Ρήμα
επεξεργασίαυμνώ, πρτ.: υμνούσα, αόρ.: ύμνησα, παθ.φωνή: υμνούμαι, π.αόρ.: υμνήθηκα, μτχ.π.π.: υμνημένος
- ψάλλω ύμνο (στην εκκλησία)
- (μεταφορικά) μιλάω επαινετικά για κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υμνώ | υμνούσα | θα υμνώ | να υμνώ | υμνώντας | |
β' ενικ. | υμνείς | υμνούσες | θα υμνείς | να υμνείς | ||
γ' ενικ. | υμνεί | υμνούσε | θα υμνεί | να υμνεί | ||
α' πληθ. | υμνούμε | υμνούσαμε | θα υμνούμε | να υμνούμε | ||
β' πληθ. | υμνείτε | υμνούσατε | θα υμνείτε | να υμνείτε | υμνείτε | |
γ' πληθ. | υμνούν(ε) | υμνούσαν(ε) | θα υμνούν(ε) | να υμνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ύμνησα | θα υμνήσω | να υμνήσω | υμνήσει | ||
β' ενικ. | ύμνησες | θα υμνήσεις | να υμνήσεις | ύμνησε | ||
γ' ενικ. | ύμνησε | θα υμνήσει | να υμνήσει | |||
α' πληθ. | υμνήσαμε | θα υμνήσουμε | να υμνήσουμε | |||
β' πληθ. | υμνήσατε | θα υμνήσετε | να υμνήσετε | υμνήστε | ||
γ' πληθ. | ύμνησαν υμνήσαν(ε) |
θα υμνήσουν(ε) | να υμνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υμνήσει | είχα υμνήσει | θα έχω υμνήσει | να έχω υμνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υμνήσει | είχες υμνήσει | θα έχεις υμνήσει | να έχεις υμνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υμνήσει | είχε υμνήσει | θα έχει υμνήσει | να έχει υμνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υμνήσει | είχαμε υμνήσει | θα έχουμε υμνήσει | να έχουμε υμνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υμνήσει | είχατε υμνήσει | θα έχετε υμνήσει | να έχετε υμνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υμνήσει | είχαν υμνήσει | θα έχουν υμνήσει | να έχουν υμνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υμνούμαι | υμνούμουν | θα υμνούμαι | να υμνούμαι | ||
β' ενικ. | υμνείσαι | υμνούσουν | θα υμνείσαι | να υμνείσαι | ||
γ' ενικ. | υμνείται | υμνούνταν | θα υμνείται | να υμνείται | ||
α' πληθ. | υμνούμαστε | υμνούμασταν υμνούμαστε |
θα υμνούμαστε | να υμνούμαστε | ||
β' πληθ. | υμνείστε | υμνούσασταν υμνούσαστε |
θα υμνείστε | να υμνείστε | υμνείστε | |
γ' πληθ. | υμνούνται | υμνούνταν | θα υμνούνται | να υμνούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υμνήθηκα | θα υμνηθώ | να υμνηθώ | υμνηθεί | ||
β' ενικ. | υμνήθηκες | θα υμνηθείς | να υμνηθείς | υμνήσου | ||
γ' ενικ. | υμνήθηκε | θα υμνηθεί | να υμνηθεί | |||
α' πληθ. | υμνηθήκαμε | θα υμνηθούμε | να υμνηθούμε | |||
β' πληθ. | υμνηθήκατε | θα υμνηθείτε | να υμνηθείτε | υμνηθείτε | ||
γ' πληθ. | υμνήθηκαν υμνηθήκαν(ε) |
θα υμνηθούν(ε) | να υμνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υμνηθεί | είχα υμνηθεί | θα έχω υμνηθεί | να έχω υμνηθεί | υμνημένος | |
β' ενικ. | έχεις υμνηθεί | είχες υμνηθεί | θα έχεις υμνηθεί | να έχεις υμνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υμνηθεί | είχε υμνηθεί | θα έχει υμνηθεί | να έχει υμνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υμνηθεί | είχαμε υμνηθεί | θα έχουμε υμνηθεί | να έχουμε υμνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υμνηθεί | είχατε υμνηθεί | θα έχετε υμνηθεί | να έχετε υμνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υμνηθεί | είχαν υμνηθεί | θα έχουν υμνηθεί | να έχουν υμνηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υμνημένος - είμαστε, είστε, είναι υμνημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υμνημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υμνημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υμνημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υμνημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υμνημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υμνημένοι |