Δείτε επίσης: ὑμνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υμνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑμνῶ, συνηρημένος τύπος του ὑμνέω < ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂em (τραγουδώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈmno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐μνώ

υμνώ, πρτ.: υμνούσα, αόρ.: ύμνησα, παθ.φωνή: υμνούμαι, π.αόρ.: υμνήθηκα, μτχ.π.π.: υμνημένος

  1. ψάλλω ύμνο (στην εκκλησία)
     συνώνυμα: υμνολογώ
  2. (μεταφορικά) μιλάω επαινετικά για κάποιον ή κάτι
    ⮡  ο Σολωμός ύμνησε τον αγώνα των πολιορκημένων Μεσσολογγιτών
     συνώνυμα: εγκωμιάζω, εκθειάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία