υμνωδός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υμνωδός | οι | υμνωδοί |
γενική | του | υμνωδού | των | υμνωδών |
αιτιατική | τον | υμνωδό | τους | υμνωδούς |
κλητική | υμνωδέ | υμνωδοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υμνωδός < αρχαία ελληνική ὑμνῳδός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υμνωδός αρσενικό ή θηλυκό
- που γράφει, συνθέτει ή ψάλλει ύμνους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υμνωδός
|