ύμνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ύμνος | οι | ύμνοι |
γενική | του | ύμνου | των | ύμνων |
αιτιατική | τον | ύμνο | τους | ύμνους |
κλητική | ύμνε | ύμνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ύμνος < αρχαία ελληνική ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂em (τραγουδώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ύμνος αρσενικό
- ωδή, άσμα προς τιμή θεού, αγίου, ήρωα, ηθικής αξίας
- εγκωμιαστικό ποίημα ή τραγούδι
- ενθουσιώδης έπαινος, εγκώμιο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ύμνος
|