Δείτε επίσης: ἀνυμνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ανυμνώ < αρχαία ελληνική ἀνυμνέω / ἀνυμνῶ

ανυμνώ

  1. (λόγιο) υμνώ, δοξολογώ
  2. εγκωμιάζω
    ἀνυμνούμεν λόγε σε τῶν πάντων θεόν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία