δοξολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοξολογώ < (ελληνιστική κοινή) δοξολογέω / δοξολογῶ < αρχαία ελληνική δόξα + λέγω
Ρήμα
επεξεργασίαδοξολογώ (παθητική φωνή: δοξολογούμαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δοξολογώ | δοξολογούσα | θα δοξολογώ | να δοξολογώ | δοξολογώντας | |
β' ενικ. | δοξολογείς | δοξολογούσες | θα δοξολογείς | να δοξολογείς | (δοξολόγει) | |
γ' ενικ. | δοξολογεί | δοξολογούσε | θα δοξολογεί | να δοξολογεί | ||
α' πληθ. | δοξολογούμε | δοξολογούσαμε | θα δοξολογούμε | να δοξολογούμε | ||
β' πληθ. | δοξολογείτε | δοξολογούσατε | θα δοξολογείτε | να δοξολογείτε | δοξολογείτε | |
γ' πληθ. | δοξολογούν(ε) | δοξολογούσαν(ε) | θα δοξολογούν(ε) | να δοξολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δοξολόγησα | θα δοξολογήσω | να δοξολογήσω | δοξολογήσει | ||
β' ενικ. | δοξολόγησες | θα δοξολογήσεις | να δοξολογήσεις | δοξολόγησε | ||
γ' ενικ. | δοξολόγησε | θα δοξολογήσει | να δοξολογήσει | |||
α' πληθ. | δοξολογήσαμε | θα δοξολογήσουμε | να δοξολογήσουμε | |||
β' πληθ. | δοξολογήσατε | θα δοξολογήσετε | να δοξολογήσετε | δοξολογήστε | ||
γ' πληθ. | δοξολόγησαν δοξολογήσαν(ε) |
θα δοξολογήσουν(ε) | να δοξολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δοξολογήσει | είχα δοξολογήσει | θα έχω δοξολογήσει | να έχω δοξολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δοξολογήσει | είχες δοξολογήσει | θα έχεις δοξολογήσει | να έχεις δοξολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δοξολογήσει | είχε δοξολογήσει | θα έχει δοξολογήσει | να έχει δοξολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δοξολογήσει | είχαμε δοξολογήσει | θα έχουμε δοξολογήσει | να έχουμε δοξολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δοξολογήσει | είχατε δοξολογήσει | θα έχετε δοξολογήσει | να έχετε δοξολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δοξολογήσει | είχαν δοξολογήσει | θα έχουν δοξολογήσει | να έχουν δοξολογήσει |
|