δοξολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοξολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δοξολογία}}[1] < αρχαία ελληνική δόξα + -λογία (< δοκέω / δοκῶ) + λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.kso.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐ξο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοξολογία θηλυκό
- (θρησκεία) σύντομη εκκλησιαστική ακολουθία, που πολλοί ύμνοι της αρχίζουν με τη λέξη δόξα (Δόξα Σοι, τῷ δείξαντι τὸ φῶς...) και που ψάλλεται είτε στην αρχή της Θείας Λειτουργίας είτε και αυτόνομα σε κάποια επέτειο ή επίσημη τελετή
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δόξα και λέγω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- Μικρή Δοξολογία
- Μεγάλη Δοξολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία δοξολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δοξολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας