δέηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δέηση | οι | δεήσεις |
γενική | της | δέησης* | των | δεήσεων |
αιτιατική | τη | δέηση | τις | δεήσεις |
κλητική | δέηση | δεήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δεήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δέη(σις) (αρχαία σημασία: έντονη παράκληση) + -ση < δέω/δέομαι (έχω ανάγκη,χρειάζομαι)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðe.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐η‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέηση θηλυκό
- (θρησκεία) η παρακλητική προσευχή που απευθύνεται στον Θεό με συγκεκριμένο κάθε φορά αίτημα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δέηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέηση < δέη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική δέησις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέηση θηλυκό
- άλλη μορφή του δέησις
ΠηγέςΕπεξεργασία
- δέησις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].