Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δέηση οι δεήσεις
      γενική της δέησης* των δεήσεων
    αιτιατική τη δέηση τις δεήσεις
     κλητική δέηση δεήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δεήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δέηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δέη(σις) (αρχαία σημασία: έντονη παράκληση) + -ση < δέω/δέομαι (έχω ανάγκη,χρειάζομαι)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðe.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέ‐η‐ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δέηση θηλυκό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δέηση < δέη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική δέησις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δέηση θηλυκό

  ΠηγέςΕπεξεργασία