δέομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δέομαι < αρχαία ελληνική δέομαι < δέω
Ρήμα
επεξεργασίαδέομαι
- (λόγιο) παρακαλώ (το θεό), αναπέμπω δέηση
- ※ -Ιησούς Χριστός νικά!... Ιησούς Χριστός νικά!... άρχισε να δέεται η γυναίκα. (Ηλίας Βενέζης Θεώνιχος και Μνησαρέτη, [διήγημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία δέομαι
|