Δείτε επίσης: ἀναπέμπω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naˈpem.bo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπέμπω
παλιότερος συλλαβισμός: αμαπέμπω

αναπέμπω, αόρ.: ανέπεμψα/ανάπεμψα, παθ.φωνή: αναπέμπομαι, π.αόρ.: αναπέμφθηκα

  1. εκπέμπω προς τα επάνω
  2. εκστομίζω
  3. (θρησκεία) προσεύχομαι, δέομαι
  4. (νομικός όρος) αρνούμαι να επικυρώσω μια απόφαση, ένα νομοσχέδιο κ.λπ., και το επιστρέφω για αναθεώρηση και βελτίωση
    παράδειγμα  επιχειρεί η υπόθεση να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο του ΔΕΕ για εκ νέου εκδίκαση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία