αναπέμπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπέμπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπέμπω < αρχαία ελληνική ἀνά (ανα-) + πέμπω, και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renvoyer[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈpem.bo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πέ‐μπω
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐μα‐πέμ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίααναπέμπω, αόρ.: ανέπεμψα/ανάπεμψα, παθ.φωνή: αναπέμπομαι, π.αόρ.: αναπέμφθηκα
- εκπέμπω προς τα επάνω
- εκστομίζω
- (θρησκεία) προσεύχομαι, δέομαι
- (νομικός όρος) αρνούμαι να επικυρώσω μια απόφαση, ένα νομοσχέδιο κ.λπ., και το επιστρέφω για αναθεώρηση και βελτίωση
- ⮡ επιχειρεί η υπόθεση να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο του ΔΕΕ για εκ νέου εκδίκαση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπέμπω | ανέπεμπα | θα αναπέμπω | να αναπέμπω | αναπέμποντας | |
β' ενικ. | αναπέμπεις | ανέπεμπες | θα αναπέμπεις | να αναπέμπεις | ανάπεμπε | |
γ' ενικ. | αναπέμπει | ανέπεμπε | θα αναπέμπει | να αναπέμπει | ||
α' πληθ. | αναπέμπουμε | αναπέμπαμε | θα αναπέμπουμε | να αναπέμπουμε | ||
β' πληθ. | αναπέμπετε | αναπέμπατε | θα αναπέμπετε | να αναπέμπετε | αναπέμπετε | |
γ' πληθ. | αναπέμπουν(ε) | ανέπεμπαν αναπέμπαν(ε) |
θα αναπέμπουν(ε) | να αναπέμπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέπεμψα | θα αναπέμψω | να αναπέμψω | αναπέμψει | ||
β' ενικ. | ανέπεμψες | θα αναπέμψεις | να αναπέμψεις | ανάπεμψε | ||
γ' ενικ. | ανέπεμψε | θα αναπέμψει | να αναπέμψει | |||
α' πληθ. | αναπέμψαμε | θα αναπέμψουμε | να αναπέμψουμε | |||
β' πληθ. | αναπέμψατε | θα αναπέμψετε | να αναπέμψετε | αναπέμψτε | ||
γ' πληθ. | ανέπεμψαν αναπέμψαν(ε) |
θα αναπέμψουν(ε) | να αναπέμψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπέμψει | είχα αναπέμψει | θα έχω αναπέμψει | να έχω αναπέμψει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπέμψει | είχες αναπέμψει | θα έχεις αναπέμψει | να έχεις αναπέμψει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπέμψει | είχε αναπέμψει | θα έχει αναπέμψει | να έχει αναπέμψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπέμψει | είχαμε αναπέμψει | θα έχουμε αναπέμψει | να έχουμε αναπέμψει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπέμψει | είχατε αναπέμψει | θα έχετε αναπέμψει | να έχετε αναπέμψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπέμψει | είχαν αναπέμψει | θα έχουν αναπέμψει | να έχουν αναπέμψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπέμπομαι | αναπεμπόμουν(α) | θα αναπέμπομαι | να αναπέμπομαι | ||
β' ενικ. | αναπέμπεσαι | αναπεμπόσουν(α) | θα αναπέμπεσαι | να αναπέμπεσαι | ||
γ' ενικ. | αναπέμπεται | αναπεμπόταν(ε) | θα αναπέμπεται | να αναπέμπεται | ||
α' πληθ. | αναπεμπόμαστε | αναπεμπόμαστε αναπεμπόμασταν |
θα αναπεμπόμαστε | να αναπεμπόμαστε | ||
β' πληθ. | αναπέμπεστε | αναπεμπόσαστε αναπεμπόσασταν |
θα αναπέμπεστε | να αναπέμπεστε | αναπέμπεστε | |
γ' πληθ. | αναπέμπονται | αναπέμπονταν αναπεμπόντουσαν |
θα αναπέμπονται | να αναπέμπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπέμφθηκα | θα αναπεμφθώ | να αναπεμφθώ | αναπεμφθεί | ||
β' ενικ. | αναπέμφθηκες | θα αναπεμφθείς | να αναπεμφθείς | αναπέμψου | ||
γ' ενικ. | αναπέμφθηκε | θα αναπεμφθεί | να αναπεμφθεί | |||
α' πληθ. | αναπεμφθήκαμε | θα αναπεμφθούμε | να αναπεμφθούμε | |||
β' πληθ. | αναπεμφθήκατε | θα αναπεμφθείτε | να αναπεμφθείτε | αναπεμφθείτε | ||
γ' πληθ. | αναπέμφθηκαν αναπεμφθήκαν(ε) |
θα αναπεμφθούν(ε) | να αναπεμφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναπεμφθεί | είχα αναπεμφθεί | θα έχω αναπεμφθεί | να έχω αναπεμφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αναπεμφθεί | είχες αναπεμφθεί | θα έχεις αναπεμφθεί | να έχεις αναπεμφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναπεμφθεί | είχε αναπεμφθεί | θα έχει αναπεμφθεί | να έχει αναπεμφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπεμφθεί | είχαμε αναπεμφθεί | θα έχουμε αναπεμφθεί | να έχουμε αναπεμφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναπεμφθεί | είχατε αναπεμφθεί | θα έχετε αναπεμφθεί | να έχετε αναπεμφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπεμφθεί | είχαν αναπεμφθεί | θα έχουν αναπεμφθεί | να έχουν αναπεμφθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπέμπω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναπέμπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας