ἀνά
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀνά < αρχαία ελληνική ἐπάνω (για κάποιους όμως άγνωστης ετυμολογίας)
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
ἀνά
- (με γενική) επάνω
- (με δοτική) επάνω (χωρίς την έννοια της κίνησης)
- (με αιτιατική) (για τόπο) από κάτω προς τα πάνω
- (με αιτιατική) για όσο εκτείνεται κάτι