Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νομοσχέδιο τα νομοσχέδια
      γενική του νομοσχεδίου
νομοσχέδιου
των νομοσχεδίων
    αιτιατική το νομοσχέδιο τα νομοσχέδια
     κλητική νομοσχέδιο νομοσχέδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομοσχέδιο < νομο- + σχέδιο, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Gesetzentwurf [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομοσχέδιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία