νομοσχέδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομοσχέδιο < νομο- + σχέδιο, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Gesetzentwurf [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομοσχέδιο ουδέτερο
- (νομικός όρος) το σχέδιο νόμου, που υποβάλλεται στο νομοθετικό σώμα (Βουλή) προς ψήφιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομοσχέδιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νομοσχέδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας