Ετυμολογία

επεξεργασία
προσεύχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσεύχομαι < προσ- + εὔχομαι

προσεύχομαι (αποθετικό ρήμα), , π.αόρ.: προσευχήθηκα (αποθετικό ρήμα)

  • κάνω την προσευχή μου, απευθύνομαι προς το Θεό για να τον ευχαριστήσω ή/και να τον παρακαλέσω για κάτι
    ⮡  Μην τον ενοχλείς, προσεύχεται.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσεύχομαι, ήδη στον Αισχύλο < προσ- + εὔχομαι

προσεύχομαι

  1. προσφέρω τάματα, ικεσίες
  2. προσεύχομαι στο θεό
    ※  Αισχύλος, Ἀγαμέμνων, A.Ag.317 @greek-language.gr
    θεοῖς μὲν αὖθις, ὦ γύναι, προσεύξομαι. [Ο Χορός μιλάει στην Κλυταιμνήστρα]
  3. λατρεύω

Παράγωγα

επεξεργασία