Ετυμολογία

επεξεργασία
προσευχή < ελληνιστική προσευχή < προσεύχομαι

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσευχή οι προσευχές
      γενική της προσευχής των προσευχών
    αιτιατική την προσευχή τις προσευχές
     κλητική προσευχή προσευχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

προσευχή θηλυκό

  • θρησκευτική πράξη κατά την οποία απευθύνεται κάποιος προς τον Θεό
μην τον ενοχλείς, κάνει την προσευχή του
 συνώνυμα: δέηση, ικεσία, παράκληση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία