προσευχούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσευχούλα | οι | προσευχούλες |
γενική | της | προσευχούλας | — | |
αιτιατική | την | προσευχούλα | τις | προσευχούλες |
κλητική | προσευχούλα | προσευχούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσευχούλα < προσευχή + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσευχούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του προσευχή
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσευχούλα
|