λιτανεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιτανεία < η εκκλησιαστική σημασία (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιτανεία < ελληνιστική κοινή λιτανεία (παράκληση στους θεούς) < λιτανεύω < λιτανός < λίσσομαι (= ικετεύω) [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.taˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιτανεία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λιτανεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.