procession
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
procession | processions |
procession (en)
- η πομπή, η λιτανεία, η περιφορά
- (θρησκεία) η εκπόρευση
- (μεταφορικά) εξευτελιστική ήττα στις ιπποδρομίες ή άλλους αγώνες
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | procession |
γ΄ ενικό ενεστώτα | processions |
αόριστος | processioned |
παθητική μετοχή | processioned |
ενεργητική μετοχή | processioning |
procession (en)
- παίρνω μέρος σε πομπή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
procession | processions |
procession (fr) θηλυκό