processionnel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | processionnel | processionnels |
θηλυκό | processionnelle | processionnelles |
Επίθετο επεξεργασία
processionnel (fr)
- σχετικός με λιτανεία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη procession