processionnaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
processionnaire | processionnaires |
Επίθετο επεξεργασία
processionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) λέγεται για λεπιδόπτερα που μετακινούνται σαν σε λιτανεία, το ένα πίσω από το άλλο, κατά μήκος μιας μεταξωτής κλωστής που αφήνει το πρώτο απ' αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη procession