λεπιδόπτερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λεπιδόπτερα | ||
γενική | των | λεπιδόπτερων | ||
αιτιατική | τα | λεπιδόπτερα | ||
κλητική | λεπιδόπτερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπιδόπτερα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lépidoptères < αρχαία ελληνική λεπίς + πτερόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεπιδόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπιδόπτερα