πεταλούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεταλούδα < μεσαιωνική ελληνική πεταλούδα[1] [2] < αρχαία ελληνική πέταλον (φύλλο) + -ούδα ή ελληνιστική κοινή πετηλίς (ακρίδα)[3] [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.taˈlu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τα‐λού‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεταλούδα θηλυκό
- (έντομο) είδος εντόμου, με τέσσερα μεγάλα πολύχρωμα φτερά
- (μεταφορικά) το παπιγιόν ή παπιόν
- είδος παξιμαδιού, με δύο «φτερά»
- στιλ κολύμβησης στο οποίο οι αθλητές κουνάνε κυκλικά από πίσω προς τα μπρος τα χέρια τους και με κυματισμούς τα πόδια τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- καντιλοσβήστρα
- λυχνοπέτης
- λυχνοσβήστης
- παπιγιόν ή παπιόν
- χρυσαλίδα
- ψυχάρι
- ψυχαρούδα
- ψυχή
- καταπέταγμα
- παραπέταγμα
- πέταγμα
- πεταχτός
- υψιπέτης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πεταλούδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία έντομο
στιλ κολύμβησης
- ↑ 1,0 1,1 πεταλούδα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πεταλούδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας