πέταλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πετᾰλ- | |||||
ονομαστική | τὸ | πέταλον | τὰ | πέταλᾰ | |
γενική | τοῦ | πετάλου | τῶν | πετάλων | |
δοτική | τῷ | πετάλῳ | τοῖς | πετάλοις ποιητικό: πέταλσι | |
αιτιατική | τὸ | πέταλον | τὰ | πέταλᾰ | |
κλητική ὦ! | πέταλον | πέταλᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πετάλω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πετάλοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πέταλον, ήδη ομηρικό < πετάννυμι, θέμα πετα- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- + -(α)λον [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέταλον ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- νεικέων πέταλα (→ δείτε και τη λέξη πεταλισμός)
Συγγενικά
επεξεργασία- πεταλίζω
- πετάλιον (υποκοριστικό)
- πεταλισμός
- πεταλοποιός
- πέταλος
- πεταλόω
- πεταλώδης
- και δείτε 34 Λέξεις πεταλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) πέταλον: το πέταλο για άλογο
- για το πέταλο λουλουδιού → δείτε τη λέξη σέπαλον
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πέταλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πέταλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέταλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.