πεταλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεταλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεταλισμός αρσενικό
- έτσι ονομαζόταν στις Συρακούσες ο οστρακισμός, επειδή κατά τη διαδικασίας της ψηφοφορίας χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς αντί για όστρακα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεταλισμός
|