Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεταλισμός οι πεταλισμοί
      γενική του πεταλισμού των πεταλισμών
    αιτιατική τον πεταλισμό τους πεταλισμούς
     κλητική πεταλισμέ πεταλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεταλισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεταλισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία