Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όστρακο τα όστρακα
      γενική του οστράκου
όστρακου
των οστράκων
    αιτιατική το όστρακο τα όστρακα
     κλητική όστρακο όστρακα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

όστρακο < αρχαία ελληνική ὄστρακον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όστρακο ουδέτερο

  1. το κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο
  2. το κέλυφος των μαλακίων

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία