Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
όστρακα εξοστρακισμού στην αρχαία Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς, Στοά Αττάλου, Αθήνα.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξοστρακισμός οι εξοστρακισμοί
      γενική του εξοστρακισμού των εξοστρακισμών
    αιτιατική τον εξοστρακισμό τους εξοστρακισμούς
     κλητική εξοστρακισμέ εξοστρακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοστρακισμός < (ελληνιστική κοινήἐξοστρακισμός < αρχαία ελληνική ἐξοστρακίζω < ἐξ + ὀστρακίζω < ὄστρακον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξοστρακισμός αρσενικό

  1. o οστρακισμός, η εξορία
  2. η αλλαγή πορείας ενός αντικειμένου που κινείται με μεγάλη ταχύτητα (πχ βλήμα πυροβόλου όπλου) έπειτα από πρόσκρουσή του σε σκληρή επιφάνεια
    • πρόσκρουση-κρούση αντικειμένου σε σκληρή επιφάνεια ή άλλο αντικείμενο με αποτέλεσμα την αλλαγή πορείας του

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία