Δείτε επίσης: ἐξοστρακίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοστρακίζω < αρχαία ελληνική ἐξοστρακίζω

εξοστρακίζω (παθητική φωνή: εξοστρακίζομαι)

  1. εξορίζω με εξοστρακισμό-οστρακισμό
  2. αλλάζω πορεία, αφού πρώτα χτυπήσω κάπου
     συνώνυμα: αποστρακίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία