εξορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksoˈɾi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεξορίζω
- στέλνω κάποιον στην εξορία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξορίζω | εξόριζα | θα εξορίζω | να εξορίζω | εξορίζοντας | |
β' ενικ. | εξορίζεις | εξόριζες | θα εξορίζεις | να εξορίζεις | εξόριζε | |
γ' ενικ. | εξορίζει | εξόριζε | θα εξορίζει | να εξορίζει | ||
α' πληθ. | εξορίζουμε | εξορίζαμε | θα εξορίζουμε | να εξορίζουμε | ||
β' πληθ. | εξορίζετε | εξορίζατε | θα εξορίζετε | να εξορίζετε | εξορίζετε | |
γ' πληθ. | εξορίζουν(ε) | εξόριζαν εξορίζαν(ε) |
θα εξορίζουν(ε) | να εξορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξόρισα | θα εξορίσω | να εξορίσω | εξορίσει | ||
β' ενικ. | εξόρισες | θα εξορίσεις | να εξορίσεις | εξόρισε | ||
γ' ενικ. | εξόρισε | θα εξορίσει | να εξορίσει | |||
α' πληθ. | εξορίσαμε | θα εξορίσουμε | να εξορίσουμε | |||
β' πληθ. | εξορίσατε | θα εξορίσετε | να εξορίσετε | εξορίστε | ||
γ' πληθ. | εξόρισαν εξορίσαν(ε) |
θα εξορίσουν(ε) | να εξορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξορίσει | είχα εξορίσει | θα έχω εξορίσει | να έχω εξορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξορίσει | είχες εξορίσει | θα έχεις εξορίσει | να έχεις εξορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξορίσει | είχε εξορίσει | θα έχει εξορίσει | να έχει εξορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξορίσει | είχαμε εξορίσει | θα έχουμε εξορίσει | να έχουμε εξορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξορίσει | είχατε εξορίσει | θα έχετε εξορίσει | να έχετε εξορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξορίσει | είχαν εξορίσει | θα έχουν εξορίσει | να έχουν εξορίσει |
|