Ετυμολογία

επεξεργασία
εξορίζω < αρχαία ελληνική ἐξορίζω < ἐξ + ὁρίζω < ὅρος (=όριο, σύνορο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksoˈɾi.zo/

εξορίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία