déporter (fr)

  1. απελαύνω, εξορίζω, εκτοπίζω
  2. σπρώχνω, σπρώχνω
    le vent l'a déporté vers la gauche - ο άνεμος τον έσπρωξε στα αριστερά

Συγγενικά

επεξεργασία