εκτοπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτοπίζω < αρχαία ελληνική ἐκτοπίζω < ἔκτοπος < ἐκ + τόπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kto.pi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεκτοπίζω
- προκαλώ τη μετακίνηση ενός υλικού σώματος από την αρχική του θέση την οποία καταλαμβάνω εγώ
- ένα σώμα που βυθίζεται σε υγρό εκτοπίζει όγκο υγρού ίσο με τον όγκο του
- διώχνω κάποιον και παίρνω τη θέση του
- εξορίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτοπίζω | εκτόπιζα | θα εκτοπίζω | να εκτοπίζω | εκτοπίζοντας | |
β' ενικ. | εκτοπίζεις | εκτόπιζες | θα εκτοπίζεις | να εκτοπίζεις | εκτόπιζε | |
γ' ενικ. | εκτοπίζει | εκτόπιζε | θα εκτοπίζει | να εκτοπίζει | ||
α' πληθ. | εκτοπίζουμε | εκτοπίζαμε | θα εκτοπίζουμε | να εκτοπίζουμε | ||
β' πληθ. | εκτοπίζετε | εκτοπίζατε | θα εκτοπίζετε | να εκτοπίζετε | εκτοπίζετε | |
γ' πληθ. | εκτοπίζουν(ε) | εκτόπιζαν εκτοπίζαν(ε) |
θα εκτοπίζουν(ε) | να εκτοπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτόπισα | θα εκτοπίσω | να εκτοπίσω | εκτοπίσει | ||
β' ενικ. | εκτόπισες | θα εκτοπίσεις | να εκτοπίσεις | εκτόπισε | ||
γ' ενικ. | εκτόπισε | θα εκτοπίσει | να εκτοπίσει | |||
α' πληθ. | εκτοπίσαμε | θα εκτοπίσουμε | να εκτοπίσουμε | |||
β' πληθ. | εκτοπίσατε | θα εκτοπίσετε | να εκτοπίσετε | εκτοπίστε | ||
γ' πληθ. | εκτόπισαν εκτοπίσαν(ε) |
θα εκτοπίσουν(ε) | να εκτοπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκτοπίσει | είχα εκτοπίσει | θα έχω εκτοπίσει | να έχω εκτοπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκτοπίσει | είχες εκτοπίσει | θα έχεις εκτοπίσει | να έχεις εκτοπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκτοπίσει | είχε εκτοπίσει | θα έχει εκτοπίσει | να έχει εκτοπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτοπίσει | είχαμε εκτοπίσει | θα έχουμε εκτοπίσει | να έχουμε εκτοπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκτοπίσει | είχατε εκτοπίσει | θα έχετε εκτοπίσει | να έχετε εκτοπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτοπίσει | είχαν εκτοπίσει | θα έχουν εκτοπίσει | να έχουν εκτοπίσει |
|