Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτοπίζω < αρχαία ελληνική ἐκτοπίζω < ἔκτοπος < ἐκ + τόπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kto.pi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

εκτοπίζω

  1. προκαλώ τη μετακίνηση ενός υλικού σώματος από την αρχική του θέση την οποία καταλαμβάνω εγώ
    ένα σώμα που βυθίζεται σε υγρό εκτοπίζει όγκο υγρού ίσο με τον όγκο του
  2. διώχνω κάποιον και παίρνω τη θέση του
  3. εξορίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία