Δείτε επίσης: ἐκτόπισις, εκτοπισμός, εκτόπισμα, εκτοπία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτόπιση οι εκτοπίσεις
      γενική της εκτόπισης* των εκτοπίσεων
    αιτιατική την εκτόπιση τις εκτοπίσεις
     κλητική εκτόπιση εκτοπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτοπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτόπιση < ελληνιστική κοινή ἐκτόπισις < αρχαία ελληνική ἐκτοπίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκτόπιση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία