banish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | banish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | banishes |
αόριστος | banished |
παθητική μετοχή | banished |
ενεργητική μετοχή | banishing |
Ρήμα
επεξεργασίαbanish (en)
- εξορίζω, εκτοπίζω
- ⮡ Opponents of the dictatorship were imprisoned or banished.
- Οι αντίπαλοι της δικτατορίας φυλακίζονταν ή εξορίζονταν.
- ⮡ The military government arrested and banished its political opponents.
- Η στρατιωτική κυβέρνηση συνέλαβε και εκτόπισε τους πολιτικούς της αντιπάλους.
- ≈ συνώνυμα: exile, → και δείτε τη λέξη prohibit
- ⮡ Opponents of the dictatorship were imprisoned or banished.
- διώχνω, βγάζω κάτι, ειδικά από το κεφάλι μου
- ⮡ Banish this idea from your mind.
- Διώξε αυτή την ιδέα από το μυαλό σου.
- ⮡ Banish this idea from your mind.