ενεστώτας prohibit
γ΄ ενικό ενεστώτα prohibits
αόριστος prohibited
παθητική μετοχή prohibited
ενεργητική μετοχή prohibiting

prohibit (en) (επίσημο)

  • απαγορεύω, σταματώ κάτι από το να γίνει ή να χρησιμοποιηθεί, ειδικά από το νόμο
      Entry to the operating room is prohibited.
    Η είσοδος στο χειρουργείο απαγορεύεται.
     συνώνυμα:  ban, banish, bar, debar, exile, forbid και outlaw