Ετυμολογία

επεξεργασία

bar < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰAr-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bar bars

bar (en)

  1. το μπαρ, κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά
    They went by all the bars on the beach.
    Πέρασαν απ' όλα τα μπαρ της παραλίας.
  2. το μπαρ, η μπάρα, μακρόστενη σανίδα σε μπαρ κτλ. όπου σερβίρονται ποτά
    He had so much that we couldn’t stand at the bar.
    Είχε τόσο, που δεν μπορούσαμε να σταθούμε στο μπαρ.
  3. μεταλλικός ράβδος
  4. η πλάκα προϊόντος
    a chocolate/soap bar ή a bar of soap/chocolate - πλάκα σαπουνιού/σοκολάτας
  5. η μπάρα, η οριζόντια δοκός που πρέπει να περάσει από πάνω της χωρίς να τη ρίξει ο αθλητής του άλματος εις ύψος ή του επι κοντώ
  6. (νομικός όρος) το δικηγορικό σώμα ή το δικηγορικό επάγγελμα ή οι εξετάσεις για να γίνει κανείς δικηγόρος
  7. (μουσική) η διαστολή, η κάθετη γραμμή που σημειώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου

  Πρόθεση

επεξεργασία

bar (en)

  • εκτός (από)
    No one was late bar Paul.
    Κανένας δεν άργησε εκτός του Παύλου/εκτός από τον Παύλο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides
ενεστώτας bar
γ΄ ενικό ενεστώτα bars
αόριστος barred
παθητική μετοχή barred
ενεργητική μετοχή barring

bar (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bar (sq)



      ενικός         πληθυντικός  
bar bars

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bar (fr) αρσενικό

  1. (ψάρι) το λαβράκι
  2. το μπαρ



  Ετυμολογία

επεξεργασία
bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bar (it)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bar (tr)