bar
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
bar < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰAr-
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bar | bars |
bar (en)
- μπαρ
- μεταλλικός ράβδος
- πλάκα προϊόντος (πχ. σαπουνιού ή σοκολάτας)
- η μπάρα, η οριζόντια δοκός που πρέπει να περάσει από πάνω της χωρίς να τη ρίξει ο αθλητής του άλματος εις ύψος ή του επι κοντώ
- (νομικός όρος) το δικηγορικό σώμα ή το δικηγορικό επάγγελμα ή οι εξετάσεις για να γίνει κανείς δικηγόρος
- (μουσική) η διαστολή, η κάθετη γραμμή που σημειώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | bar |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bars |
αόριστος | barred |
παθητική μετοχή | barred |
ενεργητική μετοχή | barring |
bar (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω
Αλβανικά (sq) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bar (sq)
- το γρασίδι
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bar | bars |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bar (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar
Ουσιαστικό επεξεργασία
bar (it)
- το μπαρ
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar
Ουσιαστικό επεξεργασία
bar (tr)
- το μπαρ