Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαβράκι τα λαβράκια
      γενική του λαβρακιού των λαβρακιών
    αιτιατική το λαβράκι τα λαβράκια
     κλητική λαβράκι λαβράκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαβράκι < (ελληνιστική κοινήλαβράκιον < αρχαία ελληνική λάβραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαβράκι ουδέτερο

  1. (ψάρι) το είδος ψαριού (dicentrarchus labrax) το οποίο είναι δημοφιλές έδεσμα
  2. (μεταφορικά) το πολύ καλό απρόσμενο εύρημα, ιδίως η συνταρακτική είδηση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία