λάβραξ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | λάβραξ | λάβρακε | λάβρακες |
Γενική | λάβρακος | λαβράκοιν | λαβράκων |
Δοτική | λάβρακι | λαβράκοιν | λάβραξι(ν) |
Αιτιατική | λάβρακα | λάβρακε | λάβρακας |
Κλητική | λάβραξ | λάβρακε | λάβρακες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λάβραξ < λάβρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λάβραξ αρσενικό
- (ιχθυολογία) το ψάρι λαβράκι