Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ψάρια

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψάρι τα ψάρια
      γενική του ψαριού των ψαριών
    αιτιατική το ψάρι τα ψάρια
     κλητική ψάρι ψάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψάρι(ν) < ελληνιστική κοινή ὀψάριον < υποκοριστικό του ὄψον + -άριον, προσφάγι

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpsa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψά‐ρι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

 
Είδη ψαριών.

ψάρι ουδέτερο

  1. το υδρόβιο σπονδυλωτό ζώο, που συνήθως αναπνέει με βράγχια, καλύπτεται από λέπια και είναι ωοτόκο
  2. (αστερισμός, αστρολογία) → δείτε τη λέξη Ιχθύς
  3. (μεταφορικά) ο εύπιστος, ο αφελής άνθρωπος
     συνώνυμα: ανόητος
  4. (περιπαικτικά) ο νεοσύλλεκτος φαντάρος, και γενικότερα κατά προέκταση, ο πρωτάρης σε μια δουλειά
    → δείτε τη λέξη ψάρακλας

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
ψαρ- 
  • διαφορετικό το ψαρός (γκρίζος) και τα συγγενικά του
  • διαφορετικού ετύμου το ψαρονέφρι

ΣύνθεταΕπεξεργασία

και

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία