ψάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψάρι | τα | ψάρια |
γενική | του | ψαριού | των | ψαριών |
αιτιατική | το | ψάρι | τα | ψάρια |
κλητική | ψάρι | ψάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψάρι(ν) < ελληνιστική κοινή ὀψάριον < υποκοριστικό του ὄψον + -άριον, προσφάγι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpsa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία

ψάρι ουδέτερο
- το υδρόβιο σπονδυλωτό ζώο, που συνήθως αναπνέει με βράγχια, καλύπτεται από λέπια και είναι ωοτόκο
- (αστερισμός, αστρολογία) → δείτε τη λέξη Ιχθύς
- (μεταφορικά) ο εύπιστος, ο αφελής άνθρωπος
- (στρατιωτική αργκό) ο νεοσύλλεκτος φαντάρος, και γενικότερα, κατ’ επέκταση, ο πρωτάρης σε μια δουλειά
Εκφράσεις
επεξεργασία- τρέμω σαν το ψάρι → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- ψήνω το ψάρι στα χείλη: βασανίζω
- αισθάνομαι σαν ψάρι έξω απ' το νερό: βρίσκομαι σε περιβάλλον εντελώς ξένο
- ⮡ Όταν πηγαίνω στο νησί αισθάνομαι σαν ψάρι έξω απ' το νερό και γι' αυτό όλη μέρα κάθομαι στο σπίτι.
- αν δε βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι: λέγεται για κάτι που πρέπει να κοπιάσεις για να το πετύχεις
- το ψάρι βρομάει από το κεφάλι: η διαφθορά πηγάζει/ξεκινάει από τους ηγέτες
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίακαι
- ψαρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψαρο- στο Βικιλεξικό
- -ψαρο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ψαρο στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
παραδείγματα ψαρο- & -ψαρο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψάρι