Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαρόκολλα οι ψαρόκολλες
      γενική της ψαρόκολλας των (ψαρόκολλων)
    αιτιατική την ψαρόκολλα τις ψαρόκολλες
     κλητική ψαρόκολλα ψαρόκολλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαρόκολλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψαρόκολλα, ψαροκόλλα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ψαρό- + κόλλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαρόκολλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία