Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαράς οι ψαράδες
      γενική του ψαρά των ψαράδων
    αιτιατική τον ψαρά τους ψαράδες
     κλητική ψαρά ψαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαράς < μεσαιωνική ελληνική ὀψαρᾶς < ὀψάριον < ὄψον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαράς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που έχει ως επάγγελμα το ψάρεμα, καθώς και αυτός που ψαρεύει για την ευχαρίστησή του
  2. αυτός που πουλάει ψάρια και άλλα θαλασσινά, ο ιχθυοπώλης

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία