ιχθυοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιχθυοπώλης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰχθυοπώλης[1] < αρχαία ελληνική ἰχθύς + -ο- + -πώλης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.χθi.oˈpo.lis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιχθυοπώλης αρσενικό (θηλυκό ιχθυοπώλισσα)
Συγγενικά
επεξεργασία- ιχθυοπωλείο
- → δείτε τις λέξεις ιχθύς και πουλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιχθυοπώλης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιχθυοπώλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας