Δείτε επίσης: ἰχθυοπώλης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιχθυοπώλης οι ιχθυοπώλες
      γενική του ιχθυοπώλη των ιχθυοπωλών
    αιτιατική τον ιχθυοπώλη τους ιχθυοπώλες
     κλητική ιχθυοπώλη ιχθυοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιχθυοπώλης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰχθυοπώλης[1] < αρχαία ελληνική ἰχθύς + -ο- + -πώλης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.χθi.oˈpo.lis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιχθυοπώλης αρσενικό (θηλυκό ιχθυοπώλισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία