Δείτε επίσης: ιχθυοπώλης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰχθυοπώλης οἱ ἰχθυοπῶλαι
      γενική τοῦ ἰχθυοπώλου τῶν ἰχθυοπωλῶν
      δοτική τῷ ἰχθυοπώλ τοῖς ἰχθυοπώλαις
    αιτιατική τὸν ἰχθυοπώλην τοὺς ἰχθυοπώλᾱς
     κλητική ! ἰχθυοπῶλ ἰχθυοπῶλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰχθυοπώλ
γεν-δοτ τοῖν  ἰχθυοπώλαιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰχθυοπώλης < ἰχθύς + πωλέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰχθυοπώλης, -ου αρσενικό (θηλυκό ἰχθυόπωλις & ἰχθυοπώλαινα)

Συγγενικά

επεξεργασία