ἰχθύς
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἰχθῠ- (σε τρισύλλαβα) ἰχθῡ- (σε δισύλλαβα) | |||||
ονομαστική | ὁ | ἰχθύς | οἱ | ἰχθύες | |
γενική | τοῦ | ἰχθύος | τῶν | ἰχθύων | |
δοτική | τῷ | ἰχθύῐ̈ | τοῖς | ἰχθύσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἰχθύν | τοὺς | ἰχθῦς & ἰχθύας | |
κλητική ὦ! | ἰχθύ | ἰχθύες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰχθύε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰχθύοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἰχθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰǵʰu- (ἰχθύς)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἰχθύς αρσενικό
- (ιχθυολογία) ψάρι
- (μεταφορικά) ανόητος
- (πληθυντικός) ἰχθύες:
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
και
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἰχθύς» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «ἰχθύς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.