πολύϊχθυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
πολυϊχθυ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύϊχθυς | τὸ | πολύϊχθυ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυΐχθυος | τοῦ | πολυΐχθυος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυΐχθυϊ | τῷ | πολυΐχθυϊ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύϊχθυν | τὸ | πολύϊχθυ | ||
κλητική ὦ! | πολύϊχθυ | πολύϊχθυ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολυΐχθυες | τὰ | πολυΐχθυᾰ | ||
γενική | τῶν | πολυϊχθύων | τῶν | πολυϊχθύων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολύϊχθυσῐ(ν) | τοῖς | πολύϊχθυσι(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυΐχθῡς | τὰ | πολυΐχθυα | ||
κλητική ὦ! | πολυΐχθυες | πολυΐχθυα | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυΐχθυε | τὼ | πολυΐχθυε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυϊχθύοιν | τοῖν | πολυϊχθύοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔβοτρυς' όπως «εὔβοτρυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολύϊχθυς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολύ- + ἰχθ(ύς) + κατάληξη επιθέτου -υς
Επίθετο
επεξεργασίαπολύϊχθυς, -υς, -υ
- (ελληνιστική κοινή) που έχει άφθονα ψάρια
- άλλες μορφές: πολυΐχθυος
Πηγές
επεξεργασία- πολύϊχθυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύϊχθυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.