άφθονος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφθονος | η | άφθονη | το | άφθονο |
γενική | του | άφθονου | της | άφθονης | του | άφθονου |
αιτιατική | τον | άφθονο | την | άφθονη | το | άφθονο |
κλητική | άφθονε | άφθονη | άφθονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφθονοι | οι | άφθονες | τα | άφθονα |
γενική | των | άφθονων | των | άφθονων | των | άφθονων |
αιτιατική | τους | άφθονους | τις | άφθονες | τα | άφθονα |
κλητική | άφθονοι | άφθονες | άφθονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άφθονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφθονος < ἄ- στερητικό (ά-) + φθόνος
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.fθo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐φθο‐νος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άφθονος, -η, -ο, συγκριτικός : αφθονότερος
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη φθόνος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άφθονος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- άφθονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- άφθονος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- άφθονος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας