Δείτε επίσης: ἁδρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδρός η αδρή
αδρά
το αδρό
      γενική του αδρού της αδρής
αδράς
του αδρού
    αιτιατική τον αδρό την αδρή
αδρά
το αδρό
     κλητική αδρέ αδρή
αδρά
αδρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδροί οι αδρές τα αδρά
      γενική των αδρών των αδρών των αδρών
    αιτιατική τους αδρούς τις αδρές τα αδρά
     κλητική αδροί αδρές αδρά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Δείτε και αδρύς, -ιά, -ύ.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁδρός, απ' όπου και το μεσαιωνικό ἁδρύς [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δρός

  Επίθετο επεξεργασία

αδρός, -ή / -ά, -ό, συγκριτικός: αδρότερος, υπερθετικός:  αδρότατος

  1. μεγάλος σε μέγεθος, με έντονη διάπλαση
  2. φανερός σε γενικές αλλά ευδιάκριτες γραμμές
    σε αδρές γραμμές, πολύ περιληπτικά, θα σας το εξηγήσω
  3. πλούσιος, πλουσιοπάροχος
    προσφέρει τις υπηρεσίες του αντί αδράς αμοιβής
  4. τραχύς
    τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του
  5. δριμύς

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία