grossier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grossier | grossiers |
θηλυκό | grossière | grossières |
grossier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grossier | grossiers |
θηλυκό | grossière | grossières |
grossier (fr)