Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόστυχος η πρόστυχη το πρόστυχο
      γενική του πρόστυχου της πρόστυχης του πρόστυχου
    αιτιατική τον πρόστυχο την πρόστυχη το πρόστυχο
     κλητική πρόστυχε πρόστυχη πρόστυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόστυχοι οι πρόστυχες τα πρόστυχα
      γενική των πρόστυχων των πρόστυχων των πρόστυχων
    αιτιατική τους πρόστυχους τις πρόστυχες τα πρόστυχα
     κλητική πρόστυχοι πρόστυχες πρόστυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.xos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.çi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.xo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

πρόστυχος -η -ο

  1. (για ανθρώπους) χυδαίος, ανήθικος, ποταπός, χαμερπής
  2. (για λόγια ή ενέργειες) χυδαίος, υβριστικός, άσεμνος
  3. (για αντικείμενα) φτηνό, μικρής αξίας και χαμηλής ποιότητας

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία