προστυχόλογο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προστυχόλογο | τα | προστυχόλογα |
γενική | του | προστυχόλογου | των | προστυχόλογων |
αιτιατική | το | προστυχόλογο | τα | προστυχόλογα |
κλητική | προστυχόλογο | προστυχόλογα | ||
Συνήθως στον πληθυντικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.stiˈxo.lo.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐στυ‐χό‐λο‐γο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροστυχόλογο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προστυχόλογο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προστυχόλογο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- ↑ προστυχόλογα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «προστυχόλογα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)