προστυχόλογα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.stiˈxo.lo.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐στυ‐χό‐λο‐γα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροστυχόλογα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προστυχόλογο