Δείτε επίσης: λόγο, λόγω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -λογο τα -λογα
      γενική του -λογου των -λογων
    αιτιατική το -λογο τα -λογα
     κλητική -λογο -λογα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-λογο < λόγ(ια) + -ο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λο‐γο

  Επίθημα επεξεργασία

-λογο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -λογοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)