λόγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λόγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λόγῳ, (δοτική) του ουσιαστικού λόγος
- για τη σημασία «εξαιτίας» < του ουσιαστικού λόγος στη σημασία: αιτία & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική en raison de [1]
- για τη σημασία «με λόγια» < του ουσιαστικού λόγος στη σημασία: ομιλία, λόγια
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlo.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λό‐γω
- ομόηχο: λόγο
Πρόθεση επεξεργασία
λόγω
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- λόγω του ότι...
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρόθεση
→ δείτε τη λέξη εξαιτίας |
Επίρρημα επεξεργασία
λόγω
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
με λόγια
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λόγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας