λόγω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λόγω < αρχαία ελληνική λόγῳ, δοτική του ουσιαστικού λόγος
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
λόγω
- συντάσσεται με γενική και δηλώνει αιτία
- κλειστό λόγω διακοπών
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
λόγω
λόγω
λόγω