καθώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καθώς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καθώς < (κατά) καθ- + ὡς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θώς
Επίρρημα
επεξεργασία
καθώς
- (αναφορικό τροπικό) όπως
- ※ Τότε η Ερμιόνη συμμαζώνεται στον εαυτό της, καθώς το λαβωμένο λιοντάρι, και καρτερεί την ανάρρωση. (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος Οι μουσμουλιές [διήγημα])
Εκφράσεις
επεξεργασία- καθώς πρέπει
Σύνθετα
επεξεργασία
Σύνδεσμος
επεξεργασία
καθώς
- (εισάγει χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το ταυτόχρονο) κατά τη διάρκεια, ενώ, όταν
- ⮡ καθώς ερχόμουν εδώ, συνέβη κάτι αναπάντεχο
- (εισάγει αιτιολογικές προτάσεις) επειδή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- καθώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
καθώς
- (τροπικό επίρρημα)
- (χρονικό επίρρημα) πώς, με ποιο τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- καθά (στον Ηρόδοτο)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- καθώς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.